πέλαγος

πέλαγος
Oρεινός οικισμός (υψόμ. 680μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA της Τρίπολης.
* * *
το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν
1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα (α. «τον Θεό ευχαριστούσε στού πελάου τη λύσσα εμπρός», Σολωμ.
β. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ.)
2. τμήμα θαλάσσιας έκτασης μικρότερο από τον ωκεανό, που συνήθως χαρακτηρίζεται με επίθετο από παρακείμενη χώρα ή από το όνομα ενός μυθολογικού ήρωα (α. «Κρητικό Πέλαγος» β. «ἐς χάσμα πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῑον καλέεται», Ηρόδ.)
3. μτφ. καθετί υπέρμετρα μεγάλο σε όγκο, σε μέγεθος, σε δυσκολίες, σε πλήθος, σε αφθονία (α. «πελάγη ευτυχίας» β. «ἀφράστων πέλαγος θαυμάτων», Θεοφ. Ομ.
γ. «πλούτου πέλαγος», Πίνδ.)
νεοελλ.
ωκεαν. το σύνολο τών οργανισμών που ζουν μέσα στις θαλάσσιες μάζες, το οποίο υποδιαιρείται σε δύο μεγάλα υποσύνολα, το πλαγκτόν και το νηκτόν
αρχ.
1. μτφ. έξοχο κάλλος («πέλαγος φῂς ἀναφαίνεσθαι κάλλους», Θεμίστ.)
2. μτφ. πεδιάδα ή χώρα που κατακλύζεται από νερά και γίνεται σαν πέλαγος («τὰ μὲν γὰρ ἄλλα τῆς Αἰγύπτου πέλαγος γίνεται», Ηρόδ.)
3. (σε προσωποποίηση ως θεός) ο πόντος, ο γεννημένος από τη Γη χωρίς τη μεσολάβηση πατέρα
4. φρ. «ἁλὸς πελάγεα» — η επιφάνεια τής θάλασσας (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλα-γος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pelә2- «πιάτο, ευρύς, απλώνω» (πρβλ. πελα-νός) με επίθημα -*gos (πρβλ. τένα-γος). Στην ίδια ρίζα με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο ανάγονται το επίθ. πλάγιος* και το ουσ. πλά-ξ*, -ακός(με άηχη ουρανική παρέκταση). Στην ίδια, τέλος, ρίζα με συνεσταλμένα και το πρώτο και το δεύτερο φωνήεν ανάγονται τα: παλάμη* και παλαστή*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πέλαγος — πέλαγος, το και πέλαγο, το γεν. πελάγους και πελάγου, πληθ. πέλαγα και πελάγη 1. ανοιχτή θάλασσα μακριά από τις ακτές. 2. θαλασσινή έκταση μικρότερη από τον ωκεανό και τη θάλασσα: Αιγαίο, Ιόνιο πέλαγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέλαγος — the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλαγος — the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …   Dictionary of Greek

  • Ιόνιο πέλαγος — Τμήμα της Μεσογείου που ορίζεται στα Β από τη νότια Ιταλία, στα Α από την Αλβανία και την Ελλάδα, στα Δ από την ανατολική ακτή της Σικελίας και τη χερσόνησο της Καλαβρίας· στα Ν το όριό του δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ακριβώς. Με τον πορθμό… …   Dictionary of Greek

  • Μυρτώο Πέλαγος — Τμήμα του Αιγαίου πελάγους, στα ανατολικά του. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο, που σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, πνίγηκε σ’ αυτό από τον Πέλοπα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ονομασία του… …   Dictionary of Greek

  • Τυρρηνικό πέλαγος — Ονομαζόταν έτσι το τμήμα εκείνο της Μεσογείου θάλασσας που εκτείνεται από τη νοτιοδυτική πλευρά της Ιταλικής χερσονήσου έως την Κορσική, τη Σαρδηνία και τη Σικελία. Ο Πτολεμαίος όμως και ο Στράβων Τ.π. ονόμαζαν το μεσαίο τμήμα της θαλάσσιας αυτής …   Dictionary of Greek

  • πελάγει — πέλαγος the sea neut nom/voc/acc dual (attic epic) πελάγεϊ , πέλαγος the sea neut dat sg (epic ionic) πέλαγος the sea neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάγη — πέλαγος the sea neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέλαγος the sea neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγέων — πέλαγος the sea neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”